Οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, έχουν ήδη ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία όλων των κρατών μελών. Τώρα χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για την εφαρμογή τους στην πράξη. Αυτά είναι τα σημαντικότερα συμπεράσματα νέας έκθεσης που δημοσίευσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση και η οδηγία για τη φυλετική ισότητα, που εγκρίθηκαν το 2000, έχουν ως στόχο την καταπολέμηση των διακρίσεων. Είναι πολύ σημαντικό ότι αυτές οι οδηγίες της ΕΕ αποτελούν πλέον τμήμα του εθνικού δικαίου και των 28 κρατών μελών. Ωστόσο, στην έκθεση αναφέρεται ότι οι εθνικές αρχές δεν μπορούν ακόμη να διασφαλίσουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα θύματα διακρίσεων. Από τα σοβαρότερα προβλήματα είναι ότι το κοινό δεν είναι επαρκώς ενημερωμένο για τα δικαιώματά του και ότι οι υποθέσεις διακρίσεων δεν δημοσιοποιούνται ευρέως. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η Επιτροπή χρηματοδοτεί δράσεις για την αύξηση της ευαισθητοποίησης και την κατάρτιση νομικών σε θέματα δικαίου περί ισότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε σήμερα οδηγό για τα θύματα διακρίσεων (Παράρτημα Ι της έκθεσης).
«Η αρχή της ίσης μεταχείρισης είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι είμαστε ίσοι ενώπιον του νόμου και όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζούμε τη ζωή μας χωρίς να υφιστάμεθα διακρίσεις,» δήλωσε η αντιπρόεδρος και επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ, Βίβιαν Ρέντινγκ. «Χάρη στους κανόνες της ΕΕ κατά των διακρίσεων και στις δράσεις που έχει αναλάβει η Επιτροπή για την εφαρμογή τους, οι πολίτες μπορούν να υπολογίζουν στα δικαιώματα αυτά και στα 28 κράτη μέλη. Η πρόκληση έγκειται τώρα στο να διασφαλίσουμε την εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών στην πράξη – ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν πού να στραφούν για βοήθεια αλλά και να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»
Η σημερινή έκθεση εξετάζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί 13 χρόνια αφότου εγκρίθηκαν οι οδηγίες-ορόσημα της ΕΕ κατά των διακρίσεων, το 2000. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, απαγορεύεται να ισχύουν διακρίσεις σε ορισμένους κύριους τομείς, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, καθώς και διακρίσεις στην εργασία λόγω ηλικίας, θρησκείας, αναπηρίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Και οι δύο οδηγίες έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των 28 κρατών μελών της ΕΕ μετά από σχετικές ενέργειες της Επιτροπής (βλέπε ιστορικό).
Ωστόσο, η έκθεση εντοπίζει προβλήματα όσον αφορά την ορθή εφαρμογή των κανόνων στην πράξη. Οι πολίτες ίσως δεν γνωρίζουν πάντα τα δικαιώματά τους, για παράδειγμα ότι οι κανόνες της ΕΕ τους προστατεύουν από τη διακριτική μεταχείριση είτε όταν υποβάλλουν αίτηση για δουλειά είτε στο εργασιακό τους περιβάλλον. Ομοίως, η έλλειψη δεδομένων για την ισότητα – τα οποία οφείλουν να συλλέγουν τα κράτη μέλη – δυσχεραίνει το έργο καταμέτρησης και παρακολούθησης των περιστατικών διακριτικής μεταχείρισης. Είναι πιθανό ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό περιστατικών διακριτικής μεταχείρισης δηλώνονται στην πράξη, και αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ευαισθητοποίησης.
Για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή στην πράξη των δικαιωμάτων ίσης μεταχείρισης, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη να επιδιώξουν τα εξής:
Αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με τα δικαιώματα για ίση μεταχείριση, και εστίαση των προσπαθειών στις πλέον ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτών και των επαγγελματικών ενώσεων. Η Επιτροπή χρηματοδοτεί τέτοιες δραστηριότητες και έχει δημοσιεύσει πρακτικό οδηγό για τα θύματα διακρίσεων (βλέπε παράρτημα 1 της σημερινής έκθεσης).
Διευκόλυνση της διαδικασίας καταγγελίας διακρίσεων από τα θύματα, μέσω της βελτίωσης των σχετικών μηχανισμών. Οι εθνικοί φορείς ισότητας έχουν καίριο ρόλο να παίξουν και η Επιτροπή θα συνεχίσει να στηρίζει τη δικτύωση τέτοιων φορέων και να διασφαλίζει ότι μπορούν όντως να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου.
Διασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τα θύματα διακρίσεων. Ο οδηγός της Επιτροπής για τα θύματα διακρίσεων περιέχει πρακτικές συμβουλές για τον τρόπο υποβολής καταγγελίας, ενώ παράλληλα η Επιτροπή χρηματοδοτεί την κατάρτιση νομικών και ΜΚΟ που εκπροσωπούν θύματα διακρίσεων, σε θέματα εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων περί ισότητας.
Αντιμετώπιση των διακρίσεων που υφίστανται συγκεκριμένα οι Ρομά, στο πλαίσιο των εθνικών στρατηγικών για την ένταξη των Ρομά, μεταξύ άλλων με την εφαρμογή των οδηγιών της Επιτροπής που περιέχονται στην πρόσφατα εγκριθείσα σύσταση του Συμβουλίου για την ένταξη των Ρομά ((IP/13/1226).
Η σημερινή έκθεση περιέχει επίσης λεπτομερή επισκόπηση της νομολογίας, από την έγκριση των οδηγιών και μετά (παράρτημα 2 της έκθεσης), και ρίχνει φως ιδιαίτερα στις διακρίσεις λόγω ηλικίας, οι οποίες έχουν οδηγήσει στην έκδοση σημαντικών, ως προς τον αριθμό και τη βαρύτητα, αποφάσεων (παράρτημα 3 της έκθεσης).
Ιστορικό
Μετά τη συνθήκη του Άμστερνταμ του 1999, η ΕΕ απέκτησε νέες εξουσίες για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας και σεξουαλικού προσανατολισμού (πρώην άρθρο 13 της Συνθήκης για την ΕΚ, σημερινό άρθρο 19 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ). Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ομόφωνη έγκριση από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2000/43/ΕΚ (οδηγία για τη φυλετική ισότητα) και της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση).
Οι κανόνες της ΕΕ κατά των διακρίσεων καθορίζουν ένα συνεκτικό σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ισχύουν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, π.χ. διαδικασίες υποβοήθησης των θυμάτων διακρίσεων. Όλοι οι πολίτες της ΕΕ δικαιούνται νομική προστασία έναντι άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων, ίση μεταχείριση στην απασχόληση και παροχή βοήθειας από εθνικούς φορείς ισότητας, καθώς και δυνατότητα υποβολής καταγγελίας μέσω δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας.
Το διάστημα 2005-2007, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες επί παραβάσει κατά 25 κρατών μελών (δεν κινήθηκε διαδικασία κατά του Λουξεμβούργου και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εξέταση του βουλγαρικού και κροατικού εθνικού δικαίου). Σχεδόν όλες οι υποθέσεις έχουν πλέον κλείσει. Σε μια υπόθεση (κατά της Ιταλίας), η διαδικασία επί παραβάσει κατέληξε σε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Υπόθεση C-312/11, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013).