Πριν από έναν περίπου χρόνο, το σκάνδαλο με το κρέας αλόγου έγινε πρωτοσέλιδο σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Το πρόβλημα, δηλαδή ο χαρακτηρισμός του κρέατος αλόγου ως βόειου κρέατος, έφερε στην επιφάνεια τον περίπλοκο χαρακτήρα της παγκοσμιοποιημένης αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι διάφοροι απατεώνες είχαν επωφεληθεί από τις αδυναμίες του συστήματος, σε βάρος τόσο των νομοταγών επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και η εμπιστοσύνη στη βιομηχανία μεταποίησης τροφίμων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών.
Δεδομένου ότι το σκάνδαλο έλαβε πανευρωπαϊκή διάσταση, το ευρωπαϊκό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές (RASFF), παρότι δεν έχει σχεδιαστεί για περιπτώσεις απάτης, χρησιμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ασφάλειας των τροφίμων για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα αποτελέσματα των δοκιμών και για τις έρευνες που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Οι δημόσιες αρχές και οι επιχειρήσεις τροφίμων κινητοποιήθηκαν για να υπάρξει καλύτερη εικόνα του προβλήματος και να εντοπιστεί η προέλευση της διασυνοριακής απάτης. Γρήγορα αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για την ασφάλεια των προϊόντων, αλλά η κλίμακα της απάτης κατέδειξε τους περιορισμούς των εργαλείων επιβολής του νόμου που έχουν στη διάθεσή τους οι δημόσιες αρχές. Έγινε γρήγορα προφανές ότι τέτοιου μεγέθους απειλές για την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων πρέπει να αντιμετωπίζονται στο επίπεδο της ΕΕ και όχι σε επίπεδο κρατών μελών.
Η Επιτροπή αντέδρασε άμεσα και εγκαινίασε ένα σχέδιο δράσης τον Μάρτιο του 2013. Σε αυτό, ανέφερε μια σειρά μέτρων που έπρεπε να εφαρμοστούν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για την αποκατάσταση των αδυναμιών που εντοπίστηκαν στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων της Ευρώπης, και για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα των τροφίμων.
Ως πρώτο και άμεσο βήμα, η Επιτροπή — από κοινού με τα κράτη μέλη — δρομολόγησε στις αρχές του Μαρτίου 2013 μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή δοκιμή για την ανίχνευση του DNA αλόγου και της απαγορευμένης ουσίας «φαινυλοβουταζόνη». Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύτηκαν στα μέσα Απριλίου 2013, αποκάλυψαν ότι λιγότερο από το 5% των μεταποιημένων προϊόντων με βάση το βόειο κρέας που υποβλήθηκαν σε δοκιμή περιείχαν DNA αλόγου, ενώ μόνο το 0,6% περίπου των σφαγίων ιπποειδών ήταν μολυσμένα με την ουσία.
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τι έχει επιτευχθεί;
1. Οι πόροι έχουν συνενωθεί προκειμένου να διεξάγεται συντονισμένη παρακολούθηση, επιθεωρήσεις και δοκιμές σε εικαζόμενες περιπτώσεις απάτης στον τομέα των τροφίμων. Η νομοθεσία της ΕΕ επανασχεδιάζεται έτσι ώστε τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να πραγματοποιούν επιθεωρήσεις και δοκιμές πανευρωπαϊκής εμβέλειας.
2. Προτάθηκε η έκδοση ενωσιακής νομοθεσίας για τους ελέγχους και τις οικονομικές κυρώσεις στους συννομοθέτες, δηλαδή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις αυτές είναι τουλάχιστον ίσες με τα δόλια κέρδη που προσδοκούν οι εγκληματίες, δεδομένου ότι μόνο αποτρεπτικές οικονομικές κυρώσεις μπορούν να εμποδίσουν τους απατεώνες στον τομέα των τροφίμων.
3. Προωθείται στενότερη συνεργασία μεταξύ των φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διασυνοριακής απάτης στον τομέα των τροφίμων. Μία βασική δράση ήταν η σύσταση «ευρωπαϊκού δικτύου για την απάτη στον τομέα των τροφίμων» με σκοπό να εξασφαλίζεται αποτελεσματικότερος χειρισμός των εικαζόμενων περιπτώσεων απάτης στον τομέα των τροφίμων που έχουν διασυνοριακή διάσταση.
Το δίκτυο αυτό ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 2013 και αποτελείται από εμπειρογνώμονες από τις 28 χώρες της ΕΕ, καθώς και τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν, με υπεύθυνη διαχείρισης την Επιτροπή. Το δίκτυο εξετάζει ήδη περίπου 20 περιπτώσεις διασυνοριακής απάτης στον τομέα των τροφίμων. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εισαγωγή από χώρα εκτός ΕΕ σιροπιού, το οποίο πωλείται στην ΕΕ ως μέλι, η αύξηση του βάρους των κατεψυγμένων θαλασσινών με την προσθήκη νερού και η εσφαλμένη ένδειξη της προέλευσης των θαλασσινών. Οι εμπειρογνώμονες σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων και οι δικαστικοί εμπειρογνώμονες θα επωφεληθούν επίσης από κύκλους εξειδικευμένης επιμόρφωσης στις νέες τεχνικές έρευνας και ελέγχου που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση της απάτης στα τρόφιμα, μέσω του πλαισίου κατάρτισης της ΕΕ «Καλύτερη κατάρτιση για ασφαλέστερα τρόφιμα».
4. Ένα άλλο σημαντικό βήμα θα είναι η συμφωνία για τους αναθεωρημένους κανόνες, με στόχο την ενίσχυση της ταυτοποίησης των αλόγων και τη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας της διαμονής τους. Με βάση αυτό το σχέδιο νομοθεσίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα δημιουργήσουν μία κεντρική βάση δεδομένων, την οποία οι φορείς έκδοσης διαβατηρίων θα τροφοδοτούν με στοιχεία ταυτοποίησης. Η εισαγωγή πρόσθετων χαρακτηριστικών ασφάλειας για τα διαβατήρια των αλόγων αναμένεται να καταστήσει δυσκολότερη την παραποίηση.
Συμπερασματικά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων τροφίμων είναι νομοταγείς. Ωστόσο, εάν θέλουμε να διατηρηθεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, πρέπει να στείλουμε το σαφές μήνυμα ότι το σύνολο της τροφικής αλυσίδας πρέπει να είναι εξίσου ισχυρό και ότι συνεργαζόμαστε με όλους τους εταίρους μας για να εξασφαλιστεί ότι ο καθένας επωμίζεται τις ευθύνες του, έτσι ώστε να εκλείψει κάθε ενδεχόμενο κενό. Το έργο μας, σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τις αρχές ελέγχου των κρατών μελών και τα ενδιαφερόμενα μέρη, έχει διαγράψει μακρά πορεία για να εξασφαλιστεί ότι τα κενά που έχουν εντοπιστεί αποκαθίστανται αποτελεσματικά. Θα ήθελα να τονίσω ότι η τροφική αλυσίδα της ΕΕ είναι πιθανώς η ασφαλέστερη στον κόσμο και ότι κάθε τρόφιμο μπορεί να εντοπιστεί και να αποσυρθεί από την αγορά λίγες μόνο ώρες μετά την έκδοση προειδοποίησης.
Το πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών από την περυσινή απάτη με τα τρόφιμα ίσως να μην είναι το τελευταίο αλλά, από τότε μέχρι σήμερα, έχουμε καταστήσει πολύ πιο δύσκολο για τους απατεώνες να επαναλάβουν τέτοιες πράξεις. Οι καταναλωτές έχουν διαπιστώσει ότι υπήρξε πανευρωπαϊκή ανταπόκριση με πλήρη διαφάνεια, η οποία ήταν ταχεία, αποτελεσματική και συνεκτική. Έναν χρόνο αργότερα, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο σύστημα ασφάλειας των τροφίμων θα πρέπει να είναι υψηλότερη απ’ ό,τι κατά το παρελθόν.