Κλιμάκια εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) επισκέφθηκαν τη Λευκωσία μεταξύ 29 Ιανουαρίου και 11 Φεβρουαρίου 2014 με σκοπό την τρίτη αξιολόγηση του οικονομικού προγράμματος της Κύπρου, το οποίο συγχρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) και το ΔΝΤ.
Στη διάρκεια της επίσκεψης οι συζητήσεις με τις αρχές επικεντρώθηκαν σε πολιτικές για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και στην υλοποίηση του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το πρόγραμμα της Κύπρου παραμένει εντός τροχιάς, τα δε μακροοικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα είναι καλύτερα από ό,τι αναμενόταν. Οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2013 έχουν επιτευχθεί με μεγάλη άνεση χάρη στη συνεχιζόμενη συνετή εκτέλεση του προϋπολογισμού και σε μια λιγότερο έντονη από το αναμενόμενο ύφεση. Το 2013 το ΑΕΠ εκτιμάται ότι συρρικνώθηκε κατά 6% περίπου σε πραγματικούς όρους. Η συρρίκνωση αυτή, αν και σημαντική, είναι σχεδόν 2 εκατοστιαίες μονάδες μικρότερη από την πρόβλεψη κατά την προηγούμενη αξιολόγηση. Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε, αν και λιγότερο από το αναμενόμενο, ενώ οι τομείς του τουρισμού και των επαγγελματικών υπηρεσιών αποδείχθηκαν ανθεκτικοί. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας παρουσιάζει επίσης ενδείξεις σταθεροποίησης. Η οικονομία προσαρμόζεται ευέλικτα καθώς οι τιμές και οι μισθοί σημειώνουν υποχώρηση, συμβάλλοντας έτσι στην άμβλυνση του ισχυρού αντίκτυπου της ύφεσης στις θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή.
Οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από προκλήσεις. Το ΑΕΠ αναμένεται ότι θα συρρικνωθεί κατά 4,8% το 2014, καθώς η εγχώρια ζήτηση θα επηρεαστεί αρνητικά από την ανάγκη προσαρμογής του χρέους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε σχέση με τα σημερινά υψηλά επίπεδα. Το 2015 αναμένεται επάνοδος σε θετικούς, αν και συγκρατημένους, ρυθμούς ανάπτυξης περίπου 1%, η οποία θα προέλθει από τις μη χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές είναι σημαντικοί.
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα η πρώτη πρόκληση είναι να αντιμετωπιστεί το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών και την προσεχή ανακεφαλαιοποίηση του συνεργατικού πιστωτικού τομέα, οι αρχές πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι συνεργατικές τράπεζες υλοποιούν με αποτελεσματικό τρόπο τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους. Αυτό προϋποθέτει τη θέσπιση πρόσφορων πλαισίων διαχείρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προσεκτική παρακολούθηση της προόδου προς την κατεύθυνση της μείωσης των καθυστερούμενων δανείων. Σε ό,τι αφορά τις συνεργατικές τράπεζες είναι εξάλλου σημαντικό να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες συγχωνεύσεις και να βελτιωθεί η διακυβέρνηση. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η μείωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα –απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των πιστώσεων και της διατηρήσιμης ανάπτυξης– απαιτείται ένα κατάλληλο πλαίσιο αναδιάρθρωσης χρέους. Προς τον σκοπό αυτόν οι αρχές πρέπει να μεταρρυθμίσουν το νομοθετικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα, έτσι ώστε να προσφέρουν ισορροπημένα κίνητρα που μπορούν να αποτρέψουν αθετήσεις υποχρεώσεων στρατηγικής σημασίας, εξασφαλίζοντας παράλληλα λύσεις για την εθελούσια αναδιάρθρωση του χρέους βιώσιμων δανειοληπτών.
Μια δεύτερη πρόκληση αποτελεί η ανάγκη να εξομαλυνθούν οι ροές πληρωμών στην οικονομία και παράλληλα να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Καθώς οι ενέργειες που αντιστοιχούν στα βασικά ορόσημα του οδικού χάρτη των αρχών έχουν πλέον ολοκληρωθεί, η δεύτερη φάση σταδιακής χαλάρωσης των περιορισμών αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα. Τέλος, θα πρέπει να συνεχιστούν και οι προσπάθειες ενίσχυσης της εφαρμογής κανονιστικών και εποπτικών ρυθμίσεων για τον τραπεζικό τομέα, καθώς επίσης και του πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Βασιζόμενες στην καλή δημοσιονομική επίδοση που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα, οι αρχές θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τον προϋπολογισμό τους με σύνεση. Όπως συμφωνήθηκε κατά την έναρξη του προγράμματος, θα χρειαστεί μια πρόσθετη προσαρμογή τα επόμενα έτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο μακροχρόνιος στόχος της επίτευξης διατηρήσιμου πρωτογενούς πλεονάσματος του ΑΕΠ ύψους 4%, στοιχείο απαραίτητο για να τεθεί το δημόσιο χρέος σε διατηρήσιμη καθοδική τροχιά.
Η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να επιταχυνθεί. Βασική προτεραιότητα είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Με αυτόν τον τρόπο θα ενοποιηθούν οι υφιστάμενες κοινωνικές παροχές και θα θεσπιστεί ένα σύστημα εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, ούτως ώστε να παρέχεται επαρκής κοινωνική προστασία στα ευάλωτα νοικοκυριά κατά την τρέχουσα φάση ύφεσης. Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των εσόδων, οι αρχές πρέπει να λάβουν μέτρα προκειμένου να προχωρήσει η συγχώνευση των δύο βασικών υπηρεσιών είσπραξης φόρων. Επιπλέον, θα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες προκειμένου να διαφυλαχθεί η είσπραξη εσόδων βραχυπρόθεσμα, μεταξύ άλλων μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών θα πρέπει να ενισχυθεί με την ανυπέρθετη υιοθέτηση και εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τη δημοσιονομική ευθύνη και τα συστήματα κατάρτισης προϋπολογισμού. Τέλος, η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων είναι ουσιώδης για τη βελτίωση της αποδοτικότητας της οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και ως μέσο μείωσης του δημόσιου χρέους. Εν προκειμένω η υιοθέτηση του νόμου-πλαίσιο σχετικά με την ιδιωτικοποίηση αποτελεί σημαντικό βήμα για την έναρξη της διαδικασίας.
Ενώ το πρόγραμμα παραμένει εντός τροχιάς, η Κύπρος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικούς κινδύνους. Η συνεχιζόμενη πλήρης και έγκαιρη υλοποίηση μέτρων πολιτικής παραμένει ουσιώδης για την επιτυχία του προγράμματος.
Η ολοκλήρωση της παρούσας αξιολόγησης υπόκειται σε διαδικασία έγκρισης τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από ΔΝΤ και αναμένεται να εξεταστεί από την Ευρωομάδα (Eurogroup), το συμβούλιο των διοικητών του ΕΜΣ και την εκτελεστική επιτροπή του ΔΝΤ μέχρι τις αρχές Απριλίου. Η έγκριση της εν λόγω αξιολόγησης θα προετοιμάσει το έδαφος για την εκταμίευση 150 εκατ. ευρώ από τον ΕΜΣ και 86 εκατ. ευρώ περίπου από το ΔΝΤ.